λιμουζίνα

λιμουζίνα
η
επιβατηγό αυτοκίνητο πολυτελείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. limousine, από το εργοστάσιο κατασκευής τού αυτοκινήτου που βρίσκεται στη γαλλική επαρχία Limousin].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιμουζίνα — η (λ. γαλλ.), πολυτελές αυτοκίνητο: Ο πρόεδρος έφτασε στην εκδήλωση με λιμουζίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρσάρα — η πολυτελές αυτοκίνητο, λιμουζίνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”